Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



γυρίζω μάτι


Ερμηνεία:

[βλέπω κάποιον μόνο με την πλαγία όραση ή κανονικά, γιατί μου έλκει το ενδιαφέρον, βλέπω λοξά, στα γρήγορα και ερευνητικά] 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ...[O Έρωτας στα χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: